17.00: μικροφωνική έξω από τον χώρο της κατάληψης
20.30: μπαρ με πολιτικά τραγούδια
20.30: μπαρ με πολιτικά τραγούδια
21
ΑΠΡΙΛΙΟΥ: ΓΙΑΤΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ
ΦΑΣΙΣΜΟ ΕΙΝΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΕΝΑΝΤΙΑ
ΣΤΗ ΛΗΘΗ
Η ιστορική
μνήμη των λαών γρήγορα ξεθωριάζει και
οι μεγαλύτερες φρικαλεότητες βρίσκουν
άλλοθι για να ξανάρθουν στην επιφάνεια.
Μπορεί να είναι κάπως καμουφλαρισμένες
ή ακόμα και να δηλώνουν ξεκάθαρα την
ιστορική τους προέλευση, όμως η ουσία
τους παραμένει η ίδια.
Έτσι και στην
Ελλάδα τώρα που η ακροδεξιά και ο φασισμός
ξανασήκωσαν κεφάλι επιχειρούν να
ξαναγράψουν την ιστορία. Φυσικά αυτά
που λένε τα έλεγαν πολλά χρόνια τώρα,
αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι του σημερινού
αντιφασιστικού κινήματος απλά
στρουθοκαμήλιζε νομίζοντας πως δεν
υπάρχουν, όπως μερικοί συνεχίζουν να
κάνουν το ίδιο και σήμερα πιστεύοντας
πως μια δίκη μπορεί να λύσει το πρόβλημα
της φασιστικής απήχησης.
Μια από τις
επιμέρους προσπάθειες παραχάραξης της
ιστορίας είναι και η στάση απέναντι στα
γεγονότα της 21ης Απριλίου 1967, την
επιβολή δηλαδή της χούντας των
συνταγματαρχών. Εμείς με τη σειρά μας
θα επιχειρήσουμε να αποτυπώσουμε ένα
μικρό χρονικό και μια ανάλυση των
γεγονότων που οδήγησαν εκεί, τι έγινε
κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και
πώς επήλθε η πτώση της και η «ομαλή
δημοκρατική μετάβαση».
Η
πολιτική κατάσταση πριν τη δικτατορία
και η διόγκωση του παρακράτους
Πρώτα απ’ όλα
η χούντα δεν ήρθε από το πουθενά. Ήδη
από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
και τις διαπραγματεύσεις για το «μοίρασμα
της πίτας» φάνηκε ότι η Ελλάδα κατέχει
ένα σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο για το
δυτικό στρατόπεδο, καθώς αποτελεί
ανάχωμα στην έξοδο του κομμουνιστικού
μπλοκ προς τη Μεσόγειο. Οπότε αφενός οι
κομμουνιστές δεν έπρεπε να επικρατήσουν
και αφετέρου έπρεπε να χρηματοδοτηθούν
τόσο οι εκάστοτε κυβερνήσεις για να
αναπτύξουν την οικονομία της χώρας όσο
και οι διάφοροι αντι-κομμουνιστές
(φιλελεύθεροι, δεξιοί, κυρίως φασίστες
και δωσίλογοι) για να εξαλείψουν τον
κίνδυνο του κομμουνισμού. Έτσι,
δημιουργείται ένα ογκώδες παρακράτος,
το οποίο και συνδράμει τις αστυνομικές
δυνάμεις στο θεάρεστο έργο τους και
φυσικά παίρνει παχυλούς μισθούς από
ξένες μυστικές υπηρεσίες, κατά κύριο
λόγο αμερικάνικες φυσικά. Το παρακράτος
αυτό εκτείνεται σ’ ένα μεγάλο φάσμα
και κυρίως στον στρατό και την αστυνομία,
ενώ αποτελεί πάντα την εφεδρεία του
συστήματος για λύσεις ανάγκης, όπως
αντίστοιχα και ο φασισμός διαχρονικά.
Κατά τη διάρκεια
του 1965, λοιπόν, και αφού είχε προηγηθεί
η περίοδος του «κράτους της δεξιάς»
(1955-1963) και γεγονότα όπως οι «εκλογές
βίας και νοθείας»(1961) και η δολοφονία
Λαμπράκη (1963) η Ένωση Κέντρου βρισκόταν
στην εξουσία. Ο κίνδυνος για ενίσχυση
του κομμουνισμού φαινόταν ορατός στις
αστικές δυνάμεις, το παρακράτος και τα
αφεντικά του (παλάτι, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ), καθώς
ενισχύονται ολοένα και περισσότερο
μαχητικές συνδικαλιστικές και φοιτητικές
δυνάμεις. Το κυβερνόν κόμμα έπρεπε να
μην χάσει δύναμεις προς τα αριστερά,
αλλά αντίθετα να συνεργαστεί με τη δεξιά
για μια ακόμη φορά, ώστε να ανακόψει τον
«κομμουνιστικό κίνδυνο». Γι’ αυτό και
γίνεται η λεγόμενη «αποστασία», κίνηση
καθοδηγούμενη από το παλάτι με έναν εκ
των βασικών πρωταγωνιστών να είναι και
ο Κ. Μητσοτάκης. Φυσικά, η κίνηση αυτή
δημιούργησε αναβρασμό στην κοινωνία
κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του 1965
(Ιουλιανά), με αποκορύφωμα την 21η
Ιουλίου, όπου δίνεται εντολή για επίθεση
στους διαδηλωτές, με συνέπεια έναν νεκρό
(Σωτήρης Πέτρουλας), 200 τραυματίες και
250 συλληφθέντες. Υπήρχε, όμως κι ένα
εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση που
αυτό της αποστασίας δεν πήγαινε καλά:
πραξικόπημα στρατηγών αφοσιωμένων στο
παλάτι για εννιά μήνες, το οποίο και θα
ήταν «συνταγματικά κατοχυρωμένο»!
Ο υπουργός
εξωτερικών των ΗΠΑ, ο πρέσβης τους στην
Αθήνα και το ΝΑΤΟ προκρίνουν βασιλικό
πραξικόπημα, η CIA, όμως,
θέλει χούντα των συνταγματαρχών (που
είχε ήδη σχηματιστεί) για να την ελέγχει,
τακτική που είχε ήδη εφαρμόσει με
επιτυχία σε χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ενώ η βασιλική χούντα αναβάλλει συνεχώς
το σχεδιό της (είχαν ήδη προκηρυχθεί
εκλογές για τον Μάιο του 1967 κι ενώ στο
μεσοδιάστημα έπεφτε η μια προσωρινή
κυβέρνηση μετά την άλλη), η χούντα των
συνταγματαρχών πληροφορείται –μέσω
του διοικητή του Γ’ σώματος στρατού
της Θεσσαλονίκης Ζωιτάκη– το εγκεκριμένο
από το ΝΑΤΟ σχέδιο της πρώτης και
αποφασίζει να δράσει. Το παρακράτος
έχει μεγαλώσει τόσο πλέον που αποκτά
την εξουσία. Εξάλλου, πολλοί χουντικοί
είχαν υπηρετήσει στο παρελθόν με επιτυχία
στα Τάγματα Ασφαλείας, αναμέσα τους και
ο Παπαδόπουλος.
Το
πραξικόπημα της 21ης
Απριλίου
Το πραξικόπημα
λαμβάνει χώρα την Παρασκευή 21 Απριλίου
1967, με αμερικανικά τανκς να βγαίνουν
στους δρόμους της Αθήνας και 10.000 κόσμο
να συλλαμβάνεται την πρώτη εκείνη νύχτα.
Θα κρατήσει 7 χρόνια. Η αριστερά φυσικά
από την πρώτη στιγμή ξεσηκώνεται κατά
της χούντας. Η αντίσταση είναι παρόλα
αυτά σπασμωδική κι όχι καλά οργανωμένη,
με πιο σημαντικά παραδείγματα την
αποτυχημένη –για 2 δευτερόλεπτα–
απόπειρα του Παναγούλη να σκοτώσει τον
Παπαδόπουλο, αλλά και την ομάδα Καράγιωργα
που πραγματοποίησε πλήθος βομβιστικών
ενεργειών. Υπήρχαν και πολλοί που έκαναν
«αντίσταση» από το εξωτερικό είτε για
να σωθούν είτε για να ξεπλύνουν το
πολιτικό τους παρελθόν και να επανέλθουν
δριμύτεροι στα πολιτικά δρώμενα, με
ορισμένες εξαιρέσεις φυσικά. Ο πολύς
λαός, όμως, μένει αμέτοχος αρχικά, παρά
την δυσαρέσκεια που τον διακατέχει,
κάτι που φαίνεται και από τα πλήθη που
συγκεντρώθηκαν στην κηδεία του Γ.
Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 1968 και την
μετέτρεψαν σε πραγματική διαδήλωση.
Φυσικά η αντίσταση φέρνει θύματα, αλλά
και ανθρώπους που βασανίστηκαν άγρια.
Στους πρώτους ανήκουν τόσο ο Γιάννης
Χαλκίδης, μέλος του ΠΑΜ, που δολοφονήθηκε
εδώ στην πόλη μας, ο βουλευτής της ΕΔΑ
Γιώργος Τσαρουχάς και οι νεκροί κατά
τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου
όσο και αμέτρητοι άλλοι αφανείς ήρωες
που ποτέ δεν θα μάθουμε τα ονόματά τους
(88 είναι οι επίσημα μετρημένοι νεκροί
κατά την επταετία σύμφωνα με την
Προοδευτική Ένωση Μητέρων Ελλάδας).
Στους δεύτερους τρανταχτά παραδείγματα
αποτελούν ο Αλέκος Παναγούλης και ο
Σπύρος Μουστακλής που έμεινε ανάπηρος.
Οι
μύθοι της ακροδεξιάς για την περίοδο
της επταετίας
Τα παραμύθια
που ακούμε από τους υποστηρικτές της
χούντας είναι πολλά: ότι δεν υπήρχε
καταπίεση, υπήρχε εθνική κυριαρχία, δεν
χρωστούσαμε, δεν υπήρχαν σκάνδαλα… Για
το πρώτο επιχειρηματολογήσαμε ήδη, ας
πάμε και στα επόμενα.
Η αγαστή σχέση
μεταξύ χούντας και ΗΠΑ είναι γνωστή.
Εξάλλου, από εκεί χρηματοδοτούνταν.
Όταν μάλιστα η αμερικανική Βουλή ψηφίζει
το σταμάτημα της στρατιωτικής βοήθειας
προς την Ελλάδα,η Γερουσία απορρίπτει
την εισήγηση της Βουλής. Αλλά και
εφημερίδες, όπως οι Τάιμς υποστηρίζουν
ανοιχτά τη χούντα, μέχρις ότου αλλάξουν
άποψη, καθώς εμφανίζεται διχογνωμία
ανάμεσα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ (υπουργείο
εξωτερικών) που θέλει Καραμανλή και το
Πεντάγωνο (υπουργείο εθνικής άμυνας)
που θέλει Παπαδόπουλο. Η «δημοκρατική»
Ευρώπη από την άλλη αποφασίζει μόλις
στα τέλη του 1969 ότι η δικτατορική Ελλάδα
δεν ανήκει στους κόλπους της. Εξάλλου,
είχε δημοσιευτεί και το πόρισμα της
υποεπιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
για τα βασανιστήρια, τους πολιτικούς
κρατούμενους κι όχι μόνο.
Ένας άλλος
μεγέλος μύθος είναι για τα «οικονομικά
επιτεύγματα» της δικτατορίας. Ενδεικτικά
θα αναφέρουμε ότι όχι μόνο το δημόσιο
χρεός αυξήθηκε από 38,7 δισεκατομμύρια
δραχμές τον Δεκέμβρη του 1967 σε 87,5
δισεκατομμύρια δραχμές τον Ιανουάριο
του 1973, αλλά και το ότι το εμπορικό
έλλειμμα το 1973 ήταν πέντε φορές μεγαλύτερο
από αυτό του 1968. Επίσης, στον αγροτικό
τομέα, όπου απασχολούνταν το 44% του
οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αντί της
πενταετούς πρόβλεψης του καθεστώτος
για ανάπτυξη 5,2%, η αγροτική οικονομία
αναπτύχθηκε κατά μόλις 1,8% στην περίοδο
1967-1974, σε αντίθεση με το 4,2% κατά την
περίοδο 1963-1966. Οι εξαγωγές αγροτικών
προϊόντων μειώθηκαν από το 63% του συνόλου
των εξαγωγών το 1968 στο 48% το 1972. Το
αποτέλεσμα ήταν το κατά κεφαλήν αγροτικό
εισόδημα να πέσει από το 55% στο 43% του
μέσου κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος.
Κι όλα αυτά, ενώ είχε σταματήσει και η
μετανάστευση που έδιωχνε πλεονάζον
εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, πριμοδοτούνταν
το κάθε λογής ξένο και ντόπιο κεφάλαιο,
με συνέπεια οι πλούσιοι να γίνουν
πλουσιότεροι (η συνέχεια γνωστή…).
Κι έτσι φτάνουμε
στα σκάνδαλα. Από τις συμβάσεις με
Litton, Μακντόναλντ, Τομ Πάππας και
Siemens, όπου από ένα
προϋπολογισμό ύψους 450 εκατομμυρίων
φαγώθηκαν τα 400, στο σκάνδαλο με τα
«κρέατα του Μπαλόπουλου» και ως τα
αμερικανικά όπλα που προορίζονταν για
την Ελλάδα και οι χουντικοί τα πούλησαν
στην Αφρική. Και φυσικά με την
οικογενειοκρατία να βασιλεύει με τις
«τακτοποιήσεις» των γαμπρών του Παττακού,
των αδερφών του Παπαδόπουλου και των
ίδιων των πραξικοπηματιών που «νομοθέτησαν»
τον διπλασιασμό των μισθών τους.
Η δικτατορία,
όπως αναφέραμε και πριν, ήταν μια
προσωρινή λύση. Αποτέλεσε τη μετάβαση
από την δεξιά του 1963 στη δεξιά του 1974.
Εξάλλου, από εκεί προέρχεται και για
δικό της λογαριασμό δρα. Είναι ένοικοι
στην ίδια πολυκατοικία ως γνωστόν. Από
το παραδοσιακό δεξιό κράτος των δωσίλογων,
λοιπόν, που απορρόφησε και αφομοίωσε
όλους τους προδότες της κατοχής και που
η δικτατορία αποτέλεσε την κορυφαία
εκδήλωσή του στη μετά του 1974 Ελλάδα του
Καραμανλή, ο οποίος πλέον εμφανίζεται
ως σωτήρας που θα επαναφέρει την ομαλότητα
και τη δημοκρατία. Κι ενώ οι χουντικοί
του έστρωσαν τον δρόμο προς την εξουσία,
αυτός το μόνο που έκανε ήταν να μετατρέψει
τη θανατική ποινή σε ισόβια. Όλα κι όλα
έπρεπε να τηρηθούν και τα προσχήματα!
Το
εξεγερσιακό 1973
Κι ενώ η χούντα
σταδιακά σαπίζει, έρχεται το 1973 για να
ταράξει τα νερά. Ήδη από τον Φεβρουάριο
και τον Μάρτιο τα πανεπιστήμια «βράζουν»,
με τις μαχητικές διαμαρτυρίες που
γίνονται σε πολλές σχολές της χώρας και
κυρίως την Νομική. Λίγο αργότερα, στις
14 Νοεμβρίου 1973 αρχίζει η κατάληψη του
Πολυτεχνείου για να τελειώσει με πολύ
αίμα και πολλούς νεκρούς στις 17 με την
εισβολή των τανκς.
Ένας ακόμη
μυθος που διαδίδουν οι φασίστες σήμερα
είναι ότι στο Πολυτεχνείο δεν υπήρξαν
νεκροί. Εμείς για μια ακόμη φορά θα
μιλήσουμε με στοιχεία: Η πρώτη επίσημη
καταγραφή των νεκρών του Πολυτεχνείου
έγινε τον Οκτώβρη του 1974 από τον εισαγγελέα
Δημήτρη Τσεβά, το πόρισμα του οποίου
έκανε λόγο για 18 «πλήρως βεβαιωθέντες»
νεκρούς και άλλους 16 «βασίμως προκύπτοντες».
Από τότε πολλοί μίλησαν για το θέμα είτε
ανεβάζοντας είτε κατεβάζοντας τον
αριθμό των νεκρών. Το 2002, όμως, ξεκίνησε
από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, μια έρευνα
που φιλοδοξούσε να ξεκαθαρίσει τα
γεγονότα του Πολυτεχνείου, συγκεντρώνοντας
τεκμήρια και μαρτυρίες. Σύμφωνα, λοιπόν,
με την πολυετή αυτή έρευνα (με τίτλο
«Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα Νοεμβρίου
1973») προκύπτει ότι οι ταυτοποιημένοι
και πλήρως επιβεβαιωμένοι νεκροί της
εξέγερσης είναι 24, ενώ ερευνώνται άλλες
30 περιπτώσεις. Οι περισσότεροι από
αυτούς είναι φοιτητές και μαθητές.
Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι
βεβαιωμένοι τραυματίες του τριημέρου
ανέρχονται στους 1.103, στους οποίους όμως
πρέπει να προστεθεί και «ανεξακρίβωτον
πλήθος ετέρων πολιτών», οι οποίοι «ή
ιατρών, ή ενοσηλεύοντο οίκει, ή και
ουδαμού προς νοσηλεία κατέφυγον,
φοβούμενοι προφανώς δυσάρεστους δι’
αυτούς ή τας οικογενείας των εξελίξεις»,
όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τσεβάς
στο πόρισμα του 1974. Άλλα ενδιαφέροντα
στοιχεία είναι τα εξής: υπήρξαν 5.000
διαδηλωτές μέσα στο ίδρυμα, 10.000 στην
άμεση περίμετρο και 100.000 σε διάσπαρτες
διαδηλώσεις. Οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν
24.000 φυσίγγια, η φρουρά του υπουργείου
Δημόσιας Τάξης έριξε 2.192 φυσίγγια και
οι στρατιώτες 300.000 φυσίγγια.
Σ’ αυτούς να
προσθέσουμε τις ακροδεξιές συμμορίες
που συνέδραμαν το έργο τους, όπως: «Ο
Ηλίας Τσαπούρας (σ.σ. στενός συνεργάτης
του Μιχαλολιάκου) και έτεροι μη
αποκαλυφθέντες δράσται από κοινού
απέκτειναν εκ προθέσεως κατά τον αυτόν
τόπον και χρόνον, τους Βασίλειον Φάμελον
και Toril Engeland, πυροβολήσαντες εναντίον
των δι’ οπλοπολυβόλων και τυφεκίων, εκ
του δώματος της στεγαζούσης το Υπουργείον
Δημοσίας Τάξεως οικοδομής και πλήξαντες
διά των ριφθεισών σφαιρών τον μεν
Βασίλειον Φάμελλον εις τον δεξιόν
οφθαλμόν με αποτέλεσμα να υποστή ούτος
τυφλόν τραύμα εκ του οποίου ως μόνης
ενεργού αιτίας επήλθεν ο θάνατός του,
την δε Toril Engeland κατά το πρόσθιον θωρακικόν
τοίχωμα, με αποτέλεσμα να υποστή αύτη
τυφλόν τραύμα θώρακος εκ του οποίου ως
μόνης ενεργού αιτίας επήλθεν ο θάνατός
της (βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών).»
Η
ανατροπή του Παπαδόπουλου, η άνοδος
Ιωαννίδη και τα γεγονότα της Κύπρου
Αμέσως μετά
τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, οι
καραμανλικοί στρατηγοί Γκιζίκης και
Μπονάνος ανατρέπουν τον Παπαδόπουλο,
ο οποίος έτσι κι αλλιώς είχε ήδη
συμβιβαστεί με τη λύση Καραμανλή, όχι
όμως και ο Ιωαννίδης που ανατρέπει τους
δυο στρατηγούς στις 25 Νοέμβρη για να
μπλοκάρει το σχέδιο ομαλής μεταβίβασης
της εξουσίας και για να μείνει στην
εξουσία ως και το πραξικόπημα της ΕΟΚΑ
Β κατά του Μακαρίου στην Κύπρο στις 15
Ιουλίου 1974.
Η τελευταία
πράξη, λοιπόν, λαμβάνει χώρα στην Κύπρο
με την ανατροπή του Μακαρίου, την
μετέπειτα τουρκική εισβολή και την
εντέλει διχοτόμηση του νησιού. Είναι
αυτές οι στιγμές που η εθνικιστική
ακροδεξιά επιδεικνύει περίτρανα τον
πατριωτισμό της. Και κάπως έτσι τελειώνει
και η περίφημη «επταετία» στις 23 Ιουλίου
1974. Την επόμενη μέρα καταφτάνει ως
ελευθερωτής ο Καραμανλής για να
«επαναφέρει την δημοκρατία» και η
λεγόμενη περίοδος της «μεταπολίτευσης»
ξεκινά.
Φυσικά, τα
«σταγονίδια» μια χαρά συνέχιζαν να
υπάρχουν, ενώ αν γινόταν πραγματική
«αποχουντοποίηση» η δεξιά δεν θα μπορούσε
να βρει στελέχη για την μετέπειτα
δημοκρατική της πορεία. Εξάλλου, η χούντα
από εκεί προερχόταν, ενώ η ακροδεξιά
ήταν κατά κύριο λόγο ενσωματωμένη στο
στρατόπεδο των «εθνικοφρόνων» καθόλη
τη διάρκεια της περιόδου 1946-1967. Αργότερα,
παρόλο που ακολούθησε δική της πορεία
συνέχιζε τα νταραβέρια με το κυρίαρχο
κόμμα του δεξιού πολιτικού φάσματος,
τα οποία και φτάνουν ως και τις μέρες
μας με τις συνομιλίες Μπαλτάκου-Κασιδιάρη,
τις δηλώσεις για «σοβαρή Χρυσή Αυγή»
και πολλά άλλα παραδείγματα.
Έτσι κι αλλιώς,
ο ιστορικός ρόλος της ακροδεξιάς είτε
λέγεται φασισμός είτε ναζισμός είτε
φοράει τη στρατιωτική στολή της χούντας
είτε την κουκούλα του δωσίλογου είναι
ένας: να λειτουργεί ως εφεδρεία του
συστήματος όταν αυτό εισέρχεται σε
δύσκολες ιστορικές περιόδους και
προκρίνονται οι «ακραίες λύσεις» για
τη διάσωση του καπιταλιστικού και
αστικοδημοκρατικού συστήματος.
Εμείς από τη
μεριά μας θα είμαστε εκεί για να
υπενθυμίζουμε τον ρόλο της σ’ αυτόν
τον τόπο, αλλά και σ’ όλη τη γη και για
να τη σταματάμε τόσο στο δρόμο όσο και
σε θεωρητικό επίπεδο, όταν προσπαθεί
να παραχαράξει και να ξαναγράψει την
ιστορία. Γιατί η ιστορική μνήμη είναι
όπλο στα χέρια των καταπιεσμένων και
των κινημάτων και θα στρέφεται πάντα
εναντίον αυτών που προσπαθούν να τη
διαστρεβλώσουν.